Ο Αντρέ Μπρετόν γνωριζόταν με τον Πωλ Ελυάρ , τον Λουί Αραγκόν και τον Τριστάν Τζαρά.Συμμετείχαν αρχικά στο κίνημα του ντανταϊσμού και στη συνέχεια στο κίνημα του υπερρεαλισμού.
Αντρέ Μπρετόν
ΤΑ ΓΡΑΠΤΑ ΦΕΥΓΟΥΝ
Το ατλάζι των φύλλων που γυρίζει κανείς στα βιβλία σχηματίζει
μια γυναίκα τόσο ωραία
που όταν δεν διαβάζει κανείς την ατενίζει με λύπη
χωρίς να τολμά να της μιλήσει χωρίς να τολμά να της πει πως
είναι τόσο ωραία
που αυτό που πρόκειται να μάθουμε δεν έχει τιμή
Αυτή η γυναίκα περνά ανεπαισθήτως μέσα σε θρόισμα λουλουδιών
καμιά φορά στρέφεται μέσα στις τυπωμένες εποχές
και ζητά την ώρα ή καμώνεται πως κοιτάζει τα κοσμήματα
κατάματα
όπως δεν κάνουν τ' αληθινά πλάσματα
Και ο κόσμος πεθαίνει ένα ρήγμα δημιουργείται στα δακτυλίδια
του αέρος
ένα σχίσμα στην θέση της καρδιάς
Οι πρωινές εφημερίδες φέρνουν αοιδούς των οποίων η φωνή έχει
το χρώμα της άμμου πάνω σε ακτές απαλές και κινδυνώδεις
και καμιά φορά οι βραδινές αφήνουν να περάσουν κάτι πολύ νέα
κοριτσάκια που οδηγούν θηρία αλυσοδεμένα
Μα το πιο ωραίο είναι στα ενδιάμεσα διαστήματα ορισμένων
γραμμάτων
όπου χέρια πιο λευκά από το κέρας των αστεριών το μεσημέρι
αφανίζουν μια φωλιά λευκών χελιδονιών για να βρέχει πάντοτε
Τόσο χαμηλά τόσο χαμηλά που τα φτερά δεν μπορούνε πια να
σμίξουν
Χέρια απ' όπου ανεβαίνει κανείς σε μπράτσα τόσο ελαφρά που η άχνα
των λιβαδιών στα χαριτωμένα της κυματιστά περιπλέγματα πάνω
από τις λίμνες είναι ο ατελής τους καθρέφτης
μπράτσα που δεν εναρθρώνονται με τίποτε άλλο παρά με τον
εξαιρετικό κίνδυνο ενός σώματος καμωμένου για τον έρωτα
του οποίου η κοιλιά καλεί τους στεναγμούς που ξέφυγαν από
θάμνους γιομάτους πέπλους
και που δεν έχει τίποτε το εγκόσμιο εκτός από την αχανή παγωμένη
αλήθεια των ελκήθρων των βλεμμάτων επί της κατάλευκης
εκτάσεως
αυτού που δεν θα ξαναδώ πια
εξαιτίας ενός θαυμαστού ματόδεσμου
που φορώ στο παιχνίδι της τυφλόμυγας των τραυμάτων
---
Μετάφραση ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ(1901-1975)
ANAZΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Δεν δίνω καμία σημασία στη ζωή
Δεν καρφώνω την παραμικρή πεταλούδα ζωής στη σημασία
Δεν σημαίνω για τη ζωή
Μα τα κλαριά του αλατιού τα λευκά κλαριά
Όλες οι φυσαλίδες από σκιά
Και οι θαλάσσιες ανεμώνες
Κατεβαίνουν κι αναπνέουν στο εσωτερικό της σκέψης μου
Έρχονται δάκρυα που δεν χύνω
Βήματα που δεν κάνω που είναι δύο φορές βήματα
Και που τα θυμάται ο άλλος στην ώρα της παλίρροιας
Τα σύρματα είναι στο μέρος του κλουβιού
Και τα πουλιά έρχονται από πολύ ψηλά
Να κελαηδήσουν μπροστά σ΄ αυτά τα σύρματα
Ένας υπόγειος διάδρομος σμίγει όλα τα αρώματα.
Αντρέ Μπρετόν: Φασματικές στάσεις
Συγκεντρωθείτε σ’ αυτό που έχετε να γράψετε, αφού εγκατασταθείτε σ’ ένα μέρος όσο το δυνατόν ευνοϊκότερο γι’ αυτό το σκοπό. Περάστε στην πιο παθητική ή την πιο δεκτική κατάσταση που σας είναι δυνατόν. Αφαιρέστε το μυαλό σας, τα ταλέντα σας, κι όλων των άλλων. Πείτε στον εαυτό σας ότι η λογοτεχνία είναι ένας από τους πιο θλιβερούς δρόμους που οδηγούν παντού. Γράψτε γρήγορα χωρίς προσχεδιασμένο θέμα, αρκετά γρήγορα ώστε να μη συγκρατήσετε και να μη βρεθείτε στον πειρασμό να ξαναδιαβάσετε αυτά που έχετε γράψει. Η πρώτη φράση θα έρθει τελείως μόνη, αφού αληθεύει πως κάθε δευτερόλεπτο υπάρχει στη συνειδητή σκέψη μας μια παράξενη φράση που δεν επιδιώκει παρά να εξωτερικευτεί.
Είναι αρκετά δύσκολο να εκφραστείτε στην περίπτωση της επόμενης φράσης. αναμφίβολα μετέχει συγχρόνως στη συνειδητή μας δραστηριότητα και στην άλλη, αν παραδεχθούμε ότι το να έχουμε γράψει την πρώτη φράση δικαιολογεί ένα minimum σύλληψης. Λίγο πρέπει να σας ενδιαφέρει εξ άλλου. σ’ αυτό εδρεύει, κατά το μεγαλύτερο μέρος, το ενδιαφέρον του σουρεαλιστικού παιχνιδιού. Η στίξη πάντοτε αναχαιτίζει την απόλυτη συνέχεια της ροής που μας απασχολεί, παρ’ ότι φαίνεται εξ ίσου απαραίτητη με τη διανομή των κόμβων σε μια παλλόμενη χορδή. Συνεχίστε όσο σας κάνει ευχαρίστηση. Εμπιστευτείτε στον ανεξάντλητο χαρακτήρα του ψίθυρου. Αν η σιωπή απειλεί να εγκατασταθεί μόλις έχετε διαπράξει ένα σφάλμα· ένα σφάλμα, θα μπορούσαμε να πούμε, από απροσεξία, διακόψτε χωρίς δισταγμό με μια άδεια γραμμή. Μετά τη λέξη που η προέλευσή της σας φαίνεται ύποπτη, βάλτε ένα οποιοδήποτε γράμμα, λ π.χ., πάντα το γράμμα λ και διορθώστε την αυθαιρεσία βάζοντας αυτό το γράμμα για αρχικό στην λέξη που θ’ ακολουθήσει [...]
Ο λόγος δόθηκε στον άνθρωπο για να τον χρησιμοποιεί σουρεαλιστικά. Στο μέτρο που του είναι αναγκαίο να γίνει κατανοητός, κατορθώνει να εκφράζεται και να εξασφαλίζει, μ’ αυτό τον τρόπο, την εκπλήρωση μερικών από τις πιο κοινές λειτουργίες. Το να μιλά, να γράφει ένα γράμμα, δεν παρουσιάζει γι’ αυτόν καμιά πραγματική δυσκολία, με την προϋπόθεση, ότι δεν θέτει ένα στόχο πάνω από το μέσο όρο, δηλαδή με την προϋπόθεση ότι δεν περιορίζεται να συνομιλήσει (για την ευχαρίστηση της συνομιλίας) με κάποιον. Δεν αγωνιά για τις λέξεις που πρόκειται να έρθουν, ούτε για τη φράση που θα διαδεχθεί αυτήν που τελειώνει. Σε μια απλούστατη ερώτηση, θα είναι ικανός να απαντήσει κατ’ ευθείαν. Αν λείπουν τα συμπυκνωμένα τικ που χρησιμοποιούν οι άλλοι μπορεί αυθόρμητα να εκφρασθεί πάνω σ’ ένα μικρό αριθμό θεμάτων. Δεν έχει ανάγκη γι αυτό να “γυρίσει 7 φορές τη γλώσσα του” ούτε να το σχηματίσει εκ των προτέρων ότι κι αν είναι αυτό. Ποιός μπόρεσε να τον κάνει να πιστέψει ότι αυτή η ικανότητα της ετοιμότητας δεν είναι καλή παρά για να τον εξυπηρετεί όταν προτίθεται να δημιουργήσει σχέσεις πιο λεπτές; Δεν υπάρχει τίποτε που πάνω σ’ αυτό θα όφειλε να αρνηθεί να μιλήσει, να γράψει πλουσιοπάροχα. Ν’ ακουστεί, να διαβαστεί: δεν έχουν άλλο αποτέλεσμα παρά να προλάβουν την κρυφή, την απροσδόκητη ανάγκη. Δε βιάζομαι να με κατανοήσω (Σιγά! θα κατανοώ τον εαυτό μου πάντα). Αν μια φράση τέτοια ή αλλιώτικη για μένα μου προκαλεί αυτοστιγμεί μια ελαφριά απογοήτευση, εμπιστεύομαι στην επόμενη φράση για να πάρω πίσω το άδικο, επιφυλάσσομαι να την ξαναρχίσω ή να την τελειοποιήσω. Μόνη η ελάχιστη απώλεια ορμής θα μπορούσε να μου είναι μοιραία. Οι λέξεις, τα σύνολα λέξεων που ακολουθούνται ασκούν μεταξύ τους την πιο μεγάλη αλληλεγγύη. Δεν απόκειται σε μένα να ευνοήσω αυτές εδώ εις βάρος αυτών εκεί. Επρόκειτο να επέμβει μια θαυμάσια ανταμοιβή – και επεμβαίνει [...]
Το πνεύμα που βυθίζεται στο σουρεαλισμό ξαναζεί με έξαρση το καλύτερο μέρος της παιδικής του ηλικίας. Βρίσκεται κάπως στη βεβαιότητα εκείνου που, όντας στην κατάσταση ν’ απαγχονιστεί, ξεπερνά, σε λιγότερο από ένα λεπτό, όλο το ανυπέρβλητο της ζωής του. Θα μου πουν ότι αυτό δεν είναι πάρα πολύ ενθαρρυντικό. Αλλά δεν προτίθεμαι να ενθαρρύνω αυτούς που θα μου το πουν. Από τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας και από μερικά άλλα ξεπηδά ένα συναίσθημα ότι δεν μονοπωλείσαι και ακόλουθα ότι έχεις αποπλανηθεί, που το θεωρώ για το πιο γόνιμο που υπάρχει. ‘Ίσως η παιδική ηλικία πλησιάζει περισσότερο απ’ όλες στην “αληθινή ζωή”· η παιδική ηλικία που πέρα απ’ αυτήν ο άνθρωπος δεν διαθέτει, εκτός από το laissez-passer, παρά μερικά εισιτήρια εύνοιας· η παιδική ηλικία όπου τα πάντα συνέτειναν ωστόσο στην αποτελεσματική κατοχή, και χωρίς άλλο, και του ίδιου του του εαυτού. Χάρη στο σουρεαλισμό μοιάζει ότι ξανάρχονται αυτές οι ευκαιρίες. Είναι σα να έτρεχε κανείς ακόμη για τη σωτηρία του, ή για την απώλειά του. Ξαναζεί κανείς, στη σκιά, ένα πολύτιμο τρόμο. Δόξα τω Θεώ, δεν είναι ακόμη παρά το Καθαρτήριο. Διασχίζει κανείς μ’ ένα σκίρτημα, αυτό που οι αποκρυφιστές αποκαλούν επικίνδυνα τοπία. Κάνω ν’ αναπηδήσουν στα βήματά μου θηρία που παραφυλάνε· δεν έχουν ακόμη πολύ άσχημες προθέσεις απέναντί μου και δεν χάνομαι, αφού τα φοβάμαι. Να “οι ελέφαντες με κεφάλι γυναίκας και τα φτερωτά λιοντάρια”, που ο Soupault κι εγώ τρέμαμε άλλοτε να συναντήσουμε, να το “διαλυτό ψάρι” που με τρομάζει ακόμη λίγο. ΔΙΑΛΥΤΟ ΨΑΡΙ, δεν είμαι εγώ το διαλυτό ψάρι, γεννήθηκα κάτω απ΄ το ζώδιο των ιχθύων και ο άνθρωπος είναι διαλυτός στη σκέψη του! Η πανίδα και η χλωρίδα του σουρεαλισμού είναι ανομολόγητες.
Από το “Μανιφέστο του σουρεαλισμού” (1924), μτφρ. Ελένη Μοσχονά.